δυσχερειῶν

δυσχερειῶν
δυσχέρεια
annoyance
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραφοθεραπεία — η ειδική εκπαίδευση για τη θεραπεία διαταραχών τού γραφικού χαρακτήρα ή δυσχερειών στη γραφή. η ειδική εκπαίδευση για τη θεραπεία διαταραχών τού γραφικού χαρακτήρα ή δυσχερειών στη γραφή …   Dictionary of Greek

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • άντλος — ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α) 1. αμπάρι πλοίου 2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου 3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών 4. η θάλασσα 5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω 6. κάδος, κουβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… …   Dictionary of Greek

  • δυσχέρανση — η (Α δυσχέρανσις) νεοελλ. η πρόκληση δυσχερειών αρχ. δυσκολία, δυσχέρεια …   Dictionary of Greek

  • εξομαλισμός — ο (AM ἐξομαλισμός) [εξομαλίζω] η εξομάλυνση νεοελλ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο τα σπανιότερα ή τα λιγότερα τείνουν να αφομοιωθούν προς τα ομαλότερα αρχ. μσν. 1. η μείωση τών δυσχερειών ενός κειμένου, η ερμηνεία 2. προσαρμογή, εναρμόνιση …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”